- σφραγίζομαι
- σφρᾱγίζομαι , σφραγίζωclosepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφραγίζομαι — σφραγίζομαι, σφραγίστηκα, σφραγισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατασημειούμαι — κατασημειοῡμαι, όομαι (Α) σφραγίζω κάτι καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σημειοῦμαι «σφραγίζομαι» (< σημεῖον)] … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek